- συντηρεῖν
- συντηρεῖνσυντηρέωkeep: pres inf act (attic epic doric )συντηρέωkeep: pres inf act (attic epic doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
συντηρεῖν — συντηρέω keep pres inf act (attic epic doric) συντηρέω keep pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντηρώ — (I) άω, Ν παρατηρώ με προσοχή, παρακολουθώ («στα δάση που προπάτειενε συντήραν ένα ένα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τηρώ «βλέπω»]. (II) συντηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάσσω, προφυλάσσω (α. «χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να τά συντηρήσεις» β … Dictionary of Greek